Λιακουσιώτης Μάριος

Ως γνωστόν, τόσο για τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα όσο και για τα νομικά πρόσωπα, για κάθε φορολογικό έτος, πέραν του φόρου εισοδήματος που βεβαιώνεται με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού, βεβαιώνεται και προκαταβολή φόρου έναντι του εισοδήματος του επόμενου φορολογικού έτους. Η προκαταβολή φόρου για τα φυσικά πρόσωπα υπολογίζεται ως ποσοστό 55% επί του φόρου που προκύπτει από το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ για τα νομικά πρόσωπα η προκαταβολή φόρου ανέρχεται στο 80%, πλην των τραπεζικών εταιρειών και υποκαταστημάτων αλλοδαπών τραπεζών για τις οποίες η προκαταβολή είναι 100%.

Για το πρώτο φορολογικό έτος που αποκτάται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα από φυσικό πρόσωπο, η προκαταβολή φόρου περιορίζεται στο μισό (27,5%). Αντίστοιχη μείωση του ποσοστού της προκαταβολής στο μισό ισχύει και για τις εταιρείες, αλλά για τα τρία (3) πρώτα φορολογικά έτη από την έναρξη των εργασιών τους, εκτός αν προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η προκαταβολή που βεβαιώνεται σε ένα φορολογικό έτος συμψηφίζεται με τον φόρο που προκύπτει στο επόμενο φορολογικό έτος, με συνέπεια να επέρχεται μια σχετική εξισορρόπηση στο τελικά καταβαλλόμενο ποσό φόρου, εφόσον το εισόδημα δεν εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις από έτος σε έτος.

Ωστόσο, τι γίνεται όταν το εισόδημα του επόμενου φορολογικού έτους για το οποίο υπολογίζεται η προκαταβολή υπάρχουν ενδείξεις ότι μειώνεται σημαντικά, και πέραν των δυσκολιών στη χρηματοδότηση της επιχείρησης ο επιχειρηματίας ή η εταιρεία θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την αυξημένη προκαταβολή του φόρου;

Για την περίπτωση αυτή το άρθρο 70 του ΚΦΕ προβλέπει ότι σε περίπτωση που μειωθεί το εισόδημα του φορολογουμένου σε ποσοστό άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του τη μείωση της προκαταβολής του φόρου που βεβαιώθηκε με την πράξη του διοικητικού προσδιορισμού. Η αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του ένατου μήνα του φορολογικού έτους για το οποίο γίνεται η βεβαίωση και σε κάθε περίπτωση μετά την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης. Για παράδειγμα, αν ζητείται μείωση της προκαταβολής για το φορολογικό έτος που λήγει 31.12.2023, η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί μέχρι 30.9.2024 και σε κάθε περίπτωση μετά την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης του φορολογικού έτους 2023. Αν το φορολογικό έτος λήγει στις 30.6.2024, τότε η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί μέχρι 31.3.2025.

Η μείωση της προκαταβολής αφορά τα ποσά του φόρου για τις δόσεις που δεν έγιναν ληξιπρόθεσμες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία που προσκομίζονται από τον φορολογούμενο και υπόκεινται στον έλεγχο της αρμόδιας ΔΟΥ.

Τα στοιχεία που ενδεικτικά λαμβάνονται υπόψη είναι:

α) Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στο τρέχον φορολογικό έτος, συγκρινόμενο με τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου φορολογικού έτους.

β) Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης επί των ακαθάριστων εσόδων του τρέχοντος φορολογικού έτους, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του προηγούμενου φορολογικού έτους.

γ) Οι ουσιώδεις μεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαμόρφωσης του μεικτού κέρδους της επιχείρησης κατά το τρέχον φορολογικό έτος σε σχέση με το προηγούμενο.

δ) Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πιθανολογείται μείωση του κέρδους του τρέχοντος φορολογικού έτους.

Η αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την υποβολή της. Εφόσον η αίτηση εγκριθεί, η φορολογική διοίκηση προβαίνει στην έκπτωση ανάλογου με τη μείωση των εισοδημάτων φόρου από τις επόμενες δόσεις, ενώ προβαίνει και σε επανεκκαθάριση της δήλωσης.

ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr

e-banne
Μετάβαση στο περιεχόμενο